-
1 πολύ-γελος
πολύ-γελος, = Folgdm, ἐκ πολυγέλων, Plut. de S. N. V. 6; vgl. aber Lob. paralipp. p. 259.
См. также в других словарях:
πολύγελως — ὁ, ἡ, Α αυτός που γελά πολύ («σώφρονας... ἐκ πολυγέλων καὶ λάλων κατασκευάσαντες», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γέλως (πρβλ. φιλό γελως)] … Dictionary of Greek